- τήρης
- τηρέωwatch overimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τήρης — masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρῇς — τηρέω watch over pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τηρέων — Τήρης masc gen pl (epic ionic) Τηρεύς masc gen pl Τηρέω̆ν , Τηρεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τηρῶν — Τήρης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τήρην — Τήρης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τήρου — Τήρης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τήρα — Τήρᾱ , Τήρης masc nom/voc/acc dual Τήρᾱ , Τήρης masc voc sg (attic) Τήρᾱ , Τήρης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιννοτήρης — και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ ο πιννοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιο τήρης)] … Dictionary of Greek
πτερνοτήρης — ὁ, Μ ο πτερνοσκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + τηρης (< τηρῶ), πρβλ. δεμνιο τήρης] … Dictionary of Greek
εργοτήρης — ἐργοτήρης, ὁ (Α) επιστάτης έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + τήρης (< τηρέω, ώ «παρατηρώ, παρακολουθώ»)] … Dictionary of Greek